- θεράπευε
- θεραπεύωto be an attendantpres imperat act 2nd sgθεραπεύωto be an attendantimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεραπεύεν — θεραπεύε̄ν , θεραπεύω to be an attendant pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… … Dictionary of Greek
Καππώτας — Επίκληση του Δία, ο οποίος λατρευόταν στο Γύθειο με τη μορφή πέτρας που θεράπευε τους πόνους. Η ετυμολογία της επίκλησης προέρχεται από τις λέξεις κατά και παύω (ή κατά και πίπτω) και σχετίζεται με τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Σύμφωνα με μία… … Dictionary of Greek
άργεμο — το (Α ἄργεμον) 1. άργεμα (Ι)* 2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ ένα ουδ. *άργος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
βότανο — Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι… … Dictionary of Greek
παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
παιών — Ονομασία θεού της ελληνικής αρχαιότητας (αναφέρεται και ως Παιήων και Παιάν) και επίθετο άλλων θεών. 1. Θεός, του οποίου το όνομα είναι γραμμένο σε πινακίδα της Κνωσού. Στα ομηρικά έπη, ο Π. ή Παιήων ή Παιάν, αναφέρεται ως θεραπευτής θεός, που… … Dictionary of Greek
χορτάζω — Α 1. τρέφω βοσκήματα σε στάβλο ώστε να αυξηθεί το πάχος τους (α. «δὴ τότε [χειμῶνος ὥρην] χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας», Ησίοδ. β. «χορτάσω τὸν κάνθαρον», Αριστοφ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) ταΐζω 3. (αμτβ.) χορταίνω («ἱκανῶς κεχόρτασμαι»,… … Dictionary of Greek
Αγγερώνα — Ρωμαϊκή θεότητα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι Α. ήταν η ιερή απαγορευμένη ονομασία της Ρώμης. Οι περισσότεροι όμως πιστεύουν ότι επρόκειτο για θεά που θεράπευε τους σωματικούς και ψυχικούς πόνους των ανθρώπων αλλά και μια νόσο των βοοειδών. Οι Ρωμαίοι … Dictionary of Greek
Αμυνείον — Ιερό στην αρχαία Αθήνα, στο οποίο τιμούσαν τον ήρωα Αμυνό που θεράπευε διάφορα νοσήματα, τον Ασκληπειό και την Υγίεια. Κοντά στο Α. υπήρχε πηγή με βάθος πάνω από 4 μ … Dictionary of Greek